ολυμπιοδρόμος

ολυμπιοδρόμος
ὀλυμπιοδρόμος, -ον (Α)
αυτός που έτρεξε στους Ολυμπιακούς Αγώνες ή αυτός που αγωνίστηκε ή νίκησε σε αγώνα δρόμου στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. μαραθωνο-δρόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ὀλυμπιοδρόμους — Ὀλυμπιοδρόμος running at the Olympic games masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”